ευημερία

ευημερία
η (ΑΜ εὐημερία, Α και δωρ. τ. εὐαμερία) [ευήμερος]
αφθονία αγαθών, ευπορία (α. «ἕξεις εὐημερίαν βίου», Ευρ.
β. «οικονομική ευημερία»)
μσν.-αρχ.
στρατιωτική επιτυχία («ἕως ἄν ἡμῑν καὶ ὑμῑν οἱ θεοὶ διδῶσιν τὴν εὐημερίαν», Πολ.)
μσν.
1. εύνοια
2. απόλαυση προνομίων
αρχ.
1. καλός καιρός, καλοκαιρία («ὅταν εὐημερίας γενομένης ἀναθερμαίνηται ἡ γῆ», Αριστοτ.)
2. η χαρά τής ζωής («ὡς ἐνούσης τινὸς εὐημερίας ἐν αὐτῷ [τῷ ζῆν] καὶ γλυκύτητος φυσικῆς», Αριστοτ.)
3. (για το σώμα) ευεξία, καλή κατάσταση
4. τιμή και δόξα
5. επιτυχία (εμπορική, θεατρική κ.λπ.) («τὴν παρὰ τοῑς θεάτροις εὐημερίαν», Αθήν.)
6. απρόβλεπτο κέρδος
7. φρ. «εὐημερίας ἡμέραν ἐπιτελεῑν» — να κρατάει κάποιος μια μέρα για διασκέδαση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εὐημερία — εὐημερίᾱ , εὐημερία fine weather fem nom/voc/acc dual εὐημερίᾱ , εὐημερία fine weather fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐημερίᾳ — εὐημερίαι , εὐημερία fine weather fem nom/voc pl εὐημερίᾱͅ , εὐημερία fine weather fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευημερία — η οικονομική άνεση, καλοπέραση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐημερίας — εὐημερίᾱς , εὐημερία fine weather fem acc pl εὐημερίᾱς , εὐημερία fine weather fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐημερίαι — εὐημερία fine weather fem nom/voc pl εὐημερίᾱͅ , εὐημερία fine weather fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐημερίαν — εὐημερίᾱν , εὐημερία fine weather fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐημεριῶν — εὐημερία fine weather fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐημερίαις — εὐημερία fine weather fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”